- ἠλιθίους
- ἠλίθιοςidlemasc acc plἠλιθιόωmake foolishimperf ind act 2nd sgἠλιθιόωmake foolishimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβρόντητος — η, ο (AM ἐμβρόντητος, ον) κατάπληκτος, σαστισμένος σαν να τόν χτύπησε κεραυνός αρχ. 1. κεραυνόπληκτος, χτυπημένος από κεραυνό 2. τρελός 3. (για ιδέα) παράλογος 4. βλάκας, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους») … Dictionary of Greek
κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… … Dictionary of Greek
μαμμάκυθος — Μαμμάκυθος, ὁ (Α) 1. (στον Αριστοφ.) κωμική λέξη για ηλιθίους («κεχηνότες Μαμμάκυθοι», Αριστοφ.) 2. ως κύριο όν. Μαμμάκυθος τίτλος έργου τού Πλάτωνος τού Κωμικού ή τού Αρισταγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + κυθος (πρβλ. κευθω «κρύβω»). Η λ. στον… … Dictionary of Greek